- θαλάμαξ
- θαλάμαξ, ό (Α)θαλαμίτης, κωπηλάτης τής χαμηλότερης σειράς τών εδωλίων τής τριήρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. -αξ* (πρβλ. στόμφ-αξ, χαύν-αξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλάμαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμακες — θάλαμαξ masc nom/voc pl θαλάμαξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμακι — θάλαμαξ masc dat sg θαλάμαξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμακος — θάλαμαξ masc gen sg θαλάμαξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek